νωχελής

νωχελής
-ές (Α νωχελής, -ές)
αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος
νεοελλ.
(η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα
με μεγάλη νωχέλεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές
α) η νωχέλεια
β) έκτρωμα, τέρας.
επίρρ...
νωχελώς
με νωθρό τρόπο, οκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ανάλυση τής λ. στο στερητικό νη-*, σε προθεματικό φωνήεν - και σε θέμα χελ- δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολόγησή της. Η άποψη επίσης ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. νη-* και β' συνθετικό το ρ. κέλλω / ἀκέλλω «ελαύνω, προχωρώ μπροστά» με εκφραστικό δασύ σύμφωνο (χ αντί κ) είναι εξίσου αβέβαιη. Η σημ. τής λέξης νωχελής συμπίπτει κατά ένα μέρος με τη σημ. τής λέξης νωθής* «νωθρός, οκνηρός, αδρανής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νωχελής — slow moving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελῆ — νωχελής slow moving neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νωχελής slow moving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νωχελής slow moving masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελέστερον — νωχελής slow moving adverbial comp νωχελής slow moving masc acc comp sg νωχελής slow moving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελεῖ — νωχελής slow moving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νωχελής slow moving masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελεῖς — νωχελής slow moving masc/fem acc pl νωχελής slow moving masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελές — νωχελής slow moving masc/fem voc sg νωχελής slow moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελεστέρους — νωχελής slow moving masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελοῦς — νωχελής slow moving masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελέας — νωχελής slow moving masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελέες — νωχελής slow moving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”